- πυρωτής
- πῠρ-ωτής, οῦ, ὁ,A one who works with fire, smith, LXX Ne.3.8 (v.l.), Aq., Sm.Is. 41.7, Je.6.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρωτής — ὁ, Α [πυρῶ, όω] αυτός που εργάζεται με τη φωτιά, ο σιδηρουργός … Dictionary of Greek
πυρωτά — πυρωτά̱ , πυρωτής one who works with fire masc nom/voc/acc dual πυρωτής one who works with fire masc voc sg πυρωτής one who works with fire masc nom sg (epic) πυρωτός fiery neut nom/voc/acc pl πυρωτά̱ , πυρωτός fiery fem nom/voc/acc dual πυρωτά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτικός — ή, ό / πυρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πυρωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύρωση 2. αυτός που προκαλεί πύρωση, ο καυστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωτικό θερμαντικό ποτό … Dictionary of Greek